- χαϊντούκος
- και χαϊδούκος, ο, Νορεσίβιος αντάρτης στην Ουγγαρία, στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουγγρ. hajduk].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαϊδούκος — ο, Ν βλ. χαϊντούκος … Dictionary of Greek